- αρμεγός
- ο1. εκείνος που αρμέγει τα γαλακτοφόρα ζώα2. δοχείο που χρησιμοποιείται στο άρμεγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε αρμεγός < *αρμογός (με επίδραση του ρ. αρμέγω) < αρχ. αμολγός ή, κατ' άλλη άποψη, μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. αρμέγω].
Dictionary of Greek. 2013.